ριζοτηξικάρδιος

ριζοτηξικάρδιος
-ον, Μ
αυτός που λειώνει, που συγκινεί την καρδιά ώς τη ρίζα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + *τηξικάρδιος (σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < τήκω + καρδία, πρβλ. σπαραξι-κάρδιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”